- εἰδωλόθυσία
- εἰδωλό-θῠσία, ἡ,A sacrifice to idols, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰδωλοθυσίας — εἰδωλοθυσίᾱς , εἰδωλόθυσία sacrifice to idols fem acc pl εἰδωλοθυσίᾱς , εἰδωλόθυσία sacrifice to idols fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek